πηδήσει

πηδήσει
πήδησις
leaping
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
πηδήσεϊ , πήδησις
leaping
fem dat sg (epic)
πήδησις
leaping
fem dat sg (attic ionic)
πηδάω
leap
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
πηδάω
leap
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
πηδάω
leap
fut ind act 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… …   Dictionary of Greek

  • πέταυρος — (petaurus). Γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών, που αριθμεί διάφορα μικρά μαρσιποφόρα με κοινά χαρακτηριστικά. Το ρύγχος τους είναι οξύ και η ουρά τους δασύτριχη. Τα ζώα αυτά είναι νυχτόβια, ιθαγενή της Αυστραλίας και ζουν στα δέντρα. Σε μερικά είδη η …   Dictionary of Greek

  • έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • απήδηχτος — απήδηχτος, η, ο και απήδητος, η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν πήδησε κανείς ή δεν μπορεί να πηδήσει: Το ύψος που πηδήθηκε από τον αθλητή εκείνον μένει και σήμερα απήδητο. 2. (για ζώα), αμαρκάλιστος: Οι κατσίκες ήταν ακόμη απήδηχτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”